- εκτέφρωσις
- ἐκτέφρωσις, η (Α)καύση μέχρι να μετατραπεί κάτι σε στάχτη, μεταβολή σε στάχτη, αποτέφρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτέφρωσιν — ἐκτέφρωσις burning to ashes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)